- στάμενα
- ἵστημιmake to standaor part mid neut nom/voc/acc plστά̱μενα , στάζωdropfut part mid neut nom/voc/acc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στάμενα — τα, ΝΜ 1. νομίσματα 2. κινητή ή ακίνητη περιουσία νεοελλ. παροιμ. α) «τα στάμενα δεν είναι στάμνες» λέγεται για δύο πράγματα που μπορεί να έχουν ομοιότητα μεταξύ τους αλλά υπάρχει μεγάλη διαφορά ως προς την αξία τους β) «τών ακριβών τα στάμενα σε … Dictionary of Greek
STAMENA — I. STAMENA urbs Charylbum, Steph. II. STAMENA Στάμενα, vox insimae Graeciae pro minutiore moneta occurri passim: Stamma forte Odoni de Diogilo de Profect. Ludev. an mixto, fuerit conflata; ςτάμνοι enim Graeci; ut Latini recentiores stamnum et… … Hofmann J. Lexicon universale